keen
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
English > Greek (Woodhouse)
adjective
stinging: P. and V. πικρός, Ar. and P. δριμύς.
sharp (of an edge, etc.): P. and V. τομός (Plato), Ar. and V. ὀξύστομος, θηκτός, ὀξύθηκτος, τεθηγμένος; see sharp.
be keen-sighted, v.; Ar. and P. ὀξὺ βλέπειν.
clever, quick: P. and V. δριμύς, Ar. and P. ὀξύς.
eager: P. and V. πρόθυμος, σπουδαῖος (Sophocles, Fragment), ὀξύς, ἔντονος, σύντονος; see eager.
be keen, eager, v.: P. and V. προθυμεῖσθαι, σπουδάζειν, σπεύδειν.