ὀξύπυκνος

English (LSJ)

ον, in the higher region of the πυκνόν, φθόγγος Cleonid. Harm. 4, 9, Bacch. Harm. 27, cf. Aristid.Quint. 1.6.

German (Pape)

[Seite 354] mit scharfem, hohem πυκνόν (s. dieses), Music.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύπυκνος: -ον, ὁ κατὰ ἕνα τόνον ὀξύτερος τοῦ πυκνοῦ (ἐν μουσικῇ) Βρυενν. Ἁρμον. σ. 384C, κλ.

Greek Monolingual

ὀξύπυκνος, -ον (Α)
φρ. «ὀξύπυκνος φθόγγος» — φθόγγος κατά έναν τόνο οξύτερος του πυκνού, μία από τις τρεις κατηγορίες τών κινούμενων φθόγγων.