ὀπάρα
Greek (Liddell-Scott)
ὀπάρα: ἀντὶ ὀπώρα δέχονται οἱ περὶ τὸν Ahrens καὶ τὸν G. Curtius ἐν τῷ παρ’ Ἀθην. Δειπνοσοφ. Χ, 416, ἀποσπάσματι τοῦ Ἀλκμᾶνος, ἀκολουθοῦντες χειρόγραφα καὶ ἀναγινώσκοντες χεῖμα χὠπάραν. Εἰσὶ δὲ καὶ οἱ διστάζοντες. Ἴδε Spiess ἐν Curt. Stud. V, σ. 345 καὶ Schubert, ἐν Sitzungsber. d. phil. hist. Cl. d. kais. Akad. d. Wis. XCII, σ. 550. Ὁ τελευταῖος δέχεται μόνον τὸ δασὺ πνεῦμα ἐν τῇ ἀρκτικῇ συλ. ὀπ-. Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.