ὀπαῖον

Greek Monotonic

ὀπαῖον: τό (ὀπή), τρύπα στη στέγη, λέγεται για εξαερισμό, σε Πλούτ.· πρβλ. ἀνοπαῖα.

Russian (Dvoretsky)

ὀπαῖον: τό дымовое отверстие (в крыше) Plut.

Middle Liddell

ὀπαῖον, ου, τό, [ὀπή]
a hole in the roof, Plut.; cf. ἀνοπαῖα.