ὀπισθοκράνιον

English (LSJ)

[ᾱ], τό, the back part of the skull, occiput, Sever. ap. Aët.7.92, Paul.Aeg.6.2, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 358] τό, der hintere Teil des Hirnschädels, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπισθοκράνιον: τό, τὸ ὄπισθεν μέρος τοῦ κρανίου, τὸ ἰνίον. Γλωσσ.· οὕτως, ὀπισθόκρᾱνον, Νικηφ. Βλεμμ. Ἐκλογ. σ. 667, ἔκδ. Mai.