ὀπωρεύς

English (LSJ)

-έως, ὁ, epithet of Zeus at Acraephiae, IG7.2733.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπωρεύς: ἐπίθ. τοῦ Διός, Ἐπιγρ. Ἀκραιφίας, IG. ant. 151.

Greek Monolingual

ὀπωρεύς, -έως, ὁ (Α)
προσωνυμία του Διός στην Ακραιφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + κατάλ. -εύς (πρβλ. ιππεύς)].