ὀρεσίβιος

English (LSJ)

v. ὀρέσβιος.

German (Pape)

[Seite 372] = ὀρέσβιος, zw.

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ ὀρεσίβιος, -ον, Α και ὀρέσβιος, -ον)
αυτός που διαμένει στα όρη, βουνήσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεσι- / ὀρεσ- (βλ. λ. όρος [II]) + βίος (πρβλ. θαλασσόβιος)].