θαλασσόβιος

From LSJ

οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα → the hearing ear and the seeing eye; the Lord has made both of them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαλασσόβιος Medium diacritics: θαλασσόβιος Low diacritics: θαλασσόβιος Capitals: ΘΑΛΑΣΣΟΒΙΟΣ
Transliteration A: thalassóbios Transliteration B: thalassobios Transliteration C: thalassovios Beta Code: qalasso/bios

English (LSJ)

v. θαλασσοβίωτος.

Greek (Liddell-Scott)

θαλασσόβιος: -ον, ὁ ἐν τῇ θαλάσσῃ ζῶν, ἰχθύες Κωνστ. Μανασσ. Χρ. σ. 22.

Greek Monolingual

-α, -ο (Μ θαλασσόβιος, -ον)
αυτός που ζει στη θάλασσα
νεοελλ.
1. αυτός που εξασφαλίζει τα προς το ζην από τη θάλασσα
2. αυτός που αγαπά υπερβολικά τη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -βιος (βίος)
πρβλ. κοινόβιος, νυκτόβιος].