ὀρθάμπελος

English (LSJ)

-ου, ἡ, a vine growing without props, Plin.HN14.40.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθάμπελος: ἡ, ἄμπελος φυομένη ὀρθία καὶ μὴ ἔχουσα χρείαν ὑποστηρίξεως, Πλίν. h. n. XIV, 40.

Greek Monolingual

ὀρθάμπελος, ἡ (Α)
άμπελος που φύεται όρθια και δεν χρειάζεται υποστήριγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + ἄμπελος.