ὀριγανίτης
English (LSJ)
[νῑ] οἶνος, ὁ, wine flavoured with ὀρίγανον, Dsc.5.51, Philum. ap. Orib.45.29.48.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ὀρῑγᾰνίτης: οἶνος, ὁ, παρασκευασμένος μετὰ ὀριγάνου, «ὀριγανίτης δι’ ὀριγάνου ἡρακλεωτικῆς σκευάζεται ὁμοίως τῷ θυμίτῃ» Διοσκ. 5. 61.
Greek Monolingual
ὀριγανίτης, ὁ (Α)
οίνος αρωματισμένος με ρίγανη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρίγανον «ρίγανη» + επίθημα -ίτης (πρβλ. Καλαμίτης)].