ὀρνίζω

English (LSJ)

twitter, Aq.Is.38.14.

Greek Monolingual

ὀρνίζω (Α)
μτφ. μιμούμαι τη φωνή τών πτηνών, κακαρίζω, φλυαρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρνι- του ὄρνις
+ κατάλ. -ίζω].