ὀρναπέτιον

English (LSJ)

τό, Boeot. for ὄρνεον, Ar.Ach.913.

German (Pape)

[Seite 382] (πέτομαι?), τό, = ὄρνεον, böotisch, Ar. Ach. 877.

Russian (Dvoretsky)

ὀρνᾱπέτιον: τό беот. Arph. = ὄρνεον.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνᾱπέτιον: τό, Βοιωτ. ἀντὶ ὄρνεον, Ἀριστοφ. Ἀχ. 913.

Greek Monolingual

ὀρναπέτιον, τὸ (Α)
(βοιωτ. τ.) το όρνεο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο βοιωτ. τ. ὀρναπέτιον συνδέεται με το ὄρνεον, αλλά εμφανίζει δυσερμήνευτο -α-. Πολλοί, εξάλλου, υποστηρίζουν ότι η μορφή -πέτιον συνδέεται με τα ἑρπετόν, κινώπετον.

Greek Monotonic

ὀρνᾱπέτιον: τό, Βοιωτ. αντί ὄρνεον.

Middle Liddell

ὀρνᾱπέτιον, ου, τό, [Boeot. for ὄρνεον.]