ὀροδαμνίς
English (LSJ)
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
dim. de ὀρόδαμνος.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
ὀροδαμνίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ ὀρόδαμνος, κλαδίσκος, κλωνάριον, Θεόκρ. 7. 138.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ὀροδαμνίς: -ίδος, ἡ, υποκορ. του επόμ., βλασταράκι, κλαδάκι, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
ὀροδαμνίς, ίδος, ἡ, [Dim. of ὀρόδαμνος
a sprig, spray, Theocr.