ὀρόδαμνος και ὄραμνος, ὁ (Α)
κλαδί, κλωνάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για γρφ. του αιολ. Fρόδαμνος(βλ. λ. ράδαμνος) με αντιπροσώπευση του F με -ο- (πρβλ. Οράτριος). Ο τ. ὄραμνος ερμηνεύεται πιθ. ως προΐόν συμφύρσεως του ὀρόδαμνος με τη λ. ὄρμενος «κλάδος»].