ὀρτυγοκοπικός

English (LSJ)

ὀρτυγοκοπική, ὀρτυγοκοπικόν, skilled in the game of quail-striking, ib.108.

German (Pape)

[Seite 387] ή, όν, zum Wachtelschlagen gehörig, ὀνόματα, Poll. a. a. O.

Greek Monolingual

ὀρτυγοκοπικός, -ή, -όν (Α) ορτυγοκόπος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ορτυγοκοπία ή αυτός που είναι έμπειρος στην ορτυγοκοπία.