ὀρφάνευμα
English (LSJ)
-ατος, τό, orphan state, orphanhood, E.HF546.
German (Pape)
[Seite 388] τό, der Zustand des Verwais'tseins, Eur. Herc. Fur. 546.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
situation d'orphelin.
Étymologie: ὀρφανεύω.
Russian (Dvoretsky)
ὀρφάνευμα: ατος (φᾰ) τό сиротство (τέκνων Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀρφάνευμα: [ᾰ], τό, ἡ κατάστασις τοῦ ὀρφανοῦ, ὀρφανία, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 516.
Greek Monotonic
ὀρφάνευμα: [ᾰ], -ατος, τό, η κατάσταση του ορφανού, ορφάνια, σε Ευρ.
Middle Liddell
ὀρφᾰ́νευμα, ατος, τό,
orphan state, orphanhood, Eur.