ὀρχιπεδίζω

English (LSJ)

seize the testicles, Ar.Av.142 (ὠρχιπέδησας codd.), cf. Hsch.; ὀρχιπεδεῖν in Phot. is prob. corrupt.

Russian (Dvoretsky)

ὀρχῐπεδάω: percipere testiculis sive attrectare testiculos Arph.

German (Pape)

[Seite 390] den Hodensack aus Geilheit anfassen, Ar. Av. 142. Auch ὀρχιπεδάω, ὀρχιπεδέω, Phot.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρχιπεδέω: ἢ -ίζω, ἅπτομαι τὼν ὄρχεων καὶ κρατῶ αὐτοὺς αἰσχρῶς, Ἀριστοφ. Ὄρν. 142· πρβλ. Ἡσύχ., Φώτ.

Greek Monolingual

ὀρχιπεδίζω (Α) ορχίπεδον
πιάνω τους όρχεις κάποιου και τους κρατώ.