ὀστοκόραξ

English (LSJ)

ᾰκος, ὁ, = ὀστοκατεάκτης, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 400] ακος, ὁ, Knochenrabe, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀστοκόραξ: -ᾰκος, ὁ, ὁ θαλάσσιος ἀετός, ὀστοκατάκτης, Λατ. ossifragus, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ὀστοκόραξ, -ακος, ὁ (Α)
ο οστοκατεάκτης.