Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
Menander, Monostichoi, 501German (Pape)
[Seite 400] ὁ, Knochenbrecher, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ὀστοκατάκτης: -ου, ὁ, Λατ. ossifragus, ὁ θραύων ὀστᾶ, θαλάσσιος ἀετός, Γλωσσ.