ὀστρακίας
English (LSJ)
-ου, ὁ, a stone resembling an agate, Plin.HN37.177.
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
ὀστρακίας, ὁ (Α)
είδος λίθου που μοιάζει με τον αχάτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + κατάλ. -ίας (πρβλ. χαλαζίας)].
German (Pape)
ὁ, = ὀστρακηρός. Bei Ath. XIV.647c eine Art Kuchen.