χαλαζίας

From LSJ

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλαζίας Medium diacritics: χαλαζίας Low diacritics: χαλαζίας Capitals: ΧΑΛΑΖΙΑΣ
Transliteration A: chalazías Transliteration B: chalazias Transliteration C: chalazias Beta Code: xalazi/as

English (LSJ)

-ου, ὁ, = χαλάζιος III, Plin.HN37.189.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
(ορυκτ.) πολύ διαδεδομένο ορυκτό, που απαντά σε πολλές ποικιλίες και περιέχει κυρίως διοξείδιο του πυριτίου, με απειροελάχιστες προσμίξεις λιθίου, νατρίου, καλίου και τιτανίου, και του οποίου μία ποικιλία είναι γνωστή ως ορεία κρύσταλλος, ενώ άλλες ποικιλίες είναι πολύτιμοι και ημιπολύτιμοι λίθοι
αρχ.
είδος πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλαζα + κατάλ. -ίας].