[Seite 400] ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, λίθος, Diosc.
ὀστρακῖτις, -ίτιδος, ἡ (Α)κατώτερη ποικιλία της καδμ(ε)ίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + επίθημα -ῖτις (πρβλ. λιμνίτις)].