λιμνίτις

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

Greek Monolingual

λιμνῖτις, -ίτιδος, ἡ (Α) λίμνη
(ποιητ.) επίθετο της Σελήνης.