ὀττοτοῖ

English (LSJ)

f.l. for ὀτοτοῖ. ὅτῳ, Att. dat. of ὅστις.

German (Pape)

[Seite 406] = ὀτοτοῖ

French (Bailly abrégé)

fausse leçon pour ὀτοτοῖ.

Greek (Liddell-Scott)

ὀττοτοῖ: ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ ὀτοτοῖ.

Greek Monolingual

ὀττοτοῖ (Α)
βλ. οτοτοί.