οτοτοί

From LSJ

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134

Greek Monolingual

ὀτοτοῑ και ὀττοτοῑ και ὀτοτοτοτοῑ και ὀττοτοτοτοτοῑ και ὀττοτοττοτοῖ (Α)
(επιφών. για πόνο, θλίψη κ.λπ.) ωχ!, αχ!
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. που συνδέεται με το ὄτοβος].