ὀφείδιον

English (LSJ)

τό, v. ὀφίδιον.

German (Pape)

[Seite 424] τό, wie ὀφίδιον, dim. von ὄφις, richtigere Form.

Russian (Dvoretsky)

ὀφείδιον: τό змейка или змееныш Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφείδιον: (ἢ ὀφίδ- κατ’ Ἀττ. Ἐπιγρ.), τό, ὑποκορ. τοῦ ὄφις, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 29, 3, Στράβ. 706. ΙΙ. εἶδος ἰχθύος, Λατ. ophidium, Πλίν. 32. 53· ― «ὄφις· ποιὸς ἰχθὺς» Ἡσύχ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 379.

Greek Monolingual

το (ΑΜ ὀφείδιον)
βλ. οφίδιο(ν).