οφίδιο

From LSJ

ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἀεὶ ἀναβλύειν δυναμένη, ἐὰν ἀεὶ σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source

Greek Monolingual

και οφείδιο, το (Α ὀφίδιον και ὀφείδιον) όφις
(υποκορ. του όφις) μικρό φίδι
νεοελλ.
στον πληθ. τα οφίδια
υπόταξη λεπιδωτών ερπετών που περιλαμβάνει τα φίδια
αρχ.
είδος ψαριού.