οφίδιο

From LSJ

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source

Greek Monolingual

και οφείδιο, το (Α ὀφίδιον και ὀφείδιον) όφις
(υποκορ. του όφις) μικρό φίδι
νεοελλ.
στον πληθ. τα οφίδια
υπόταξη λεπιδωτών ερπετών που περιλαμβάνει τα φίδια
αρχ.
είδος ψαριού.