ὀφειλομένως

Greek (Liddell-Scott)

ὀφειλομένως: Ἐπίρρ., κατὰ χρέος, προσηκόντως, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 972, κλ., πρβλ. ὀφειλόντως.