ὀφειλόντως
From LSJ
ἐν τῷ τὴν μὲν ὡραίην οὐκ ὕει λόγου ἄξιον οὐδέν → in the fact that there is no rain to speak of at the usual season for rain
English (LSJ)
Adv. part. of ὀφείλω, as of debt, deservedly, Hsch. s.v. προσηκόντως.
German (Pape)
[Seite 424] schuldigermaßen, Hesych. erkl. δεόντως, πρεπόντως.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφειλόντως: Ἐπίρρ. μετοχ. τοῦ ὀφείλω, «πρεπόντως, δεόντως» Ἡσύχ. ἐν λ. προσηκόντως.
Greek Monolingual
ὀφειλόντως (Α)
επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «πρεπόντως, δεόντως».
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. ὀφείλων, -οντος του ὀφείλω.