ὀψέ, Βυζάντιοι, Hsch.
ὀψίχα: Ἐπίρρ., παρὰ Βυζαντ. ἀντὶ ὀψέ, «ὀψίχα· ὀψέ. Βυζάντιοι» Ἡσύχ., ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 51.
ὀψίχα (Α)επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «ὀψέ. Βυζάντιον».[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. ενός αμάρτυρου επιθ. ὀψίχος (< ὀψέ + υποκορ. επίθημα -ιχος, πρβλ. οσσίχος)].