ὀψιαίτερος

English (LSJ)

ὀψιαίτατος, Att. Comp. and Sup. of ὄψιος.

German (Pape)

komparat. zu ὄψιος, ὀψέ.

Russian (Dvoretsky)

ὀψιαίτερος: compar. к ὄφιος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψιαίτερος: ὀψιαίτατος, Ἀττ. συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ ὄψιος.

Greek Monotonic

ὀψιαίτερος: ὀψιαίτατος, Αττ. συγκρ. και υπερθ. του ὄψιος.