ὀψιαίτατος, Att. Comp. and Sup. of ὄψιος.
komparat. zu ὄψιος, ὀψέ.
ὀψιαίτερος: compar. к ὄφιος.
ὀψιαίτερος: ὀψιαίτατος, Ἀττ. συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ ὄψιος.
ὀψιαίτερος: ὀψιαίτατος, Αττ. συγκρ. και υπερθ. του ὄψιος.