ὀψωνέω
English (LSJ)
buy fish and other dainties, ὀψωνεῖν ἔοιχ' ἅνθρωπος ἐπὶ τυραννίδι Ar.V.495: c. acc., τριχίδας ὀ. Eup.154; καρκίνους Ar.V.1506; ὑπογάστρια Antiph.192.1, etc.: generally, buy victuals, cater, X.Mem.3.14.1: prov., Δελφοῖσι θύσας αὐτὸς ὀψωνεῖ κρέας ap.Plu.2.709a.
German (Pape)
[Seite 434] Zukost, Fische einkaufen; Ar. Vesp. 495. 1506; Eubul. bei Ath. III, 108 d; ἐπαύοντο πολλοῦ ὀψωνοῦντες, Xen. Mem. 3, 14, 1. Sprichwörtlich Δελφοῖσι θύσας αὐτὸς ὀψωνεῖ κρέας, Plut. Symp. 7, 5; die Beziehung auf Fische ist recht deutlich in Antiphan. bei Ath. VI, 224 d.
French (Bailly abrégé)
ὀψωνῶ :
faire des provisions de bouche, particul. de poisson.
Étymologie: ὀψώνης.
Russian (Dvoretsky)
ὀψωνέω:
1 (о продовольствии, преимущ. мясе и рыбе) закупать, покупать (καρκίνους Arph.);
2 покупать продовольствие: Δελφοῖσι θύσας, αὐτὸς ὀψωνεῖ κρέας погов. Plut. совершив жертвоприношение, он сам себе покупает продовольствие, т. е. отдает свое, чтобы потом приобретать на стороне (в Дельфах, в отличие от других святилищ, сам жертвователь не получал доли мяса от приносимого им в жертву животного).
Greek (Liddell-Scott)
ὀψωνέω: ἀγοράζω τὰ πρὸς τροφὴν ἀναγκαῖα, κοινῶς «ψωνίζω», κυρίως δὲ ἰχθῦς, ὀψωνεῖν ἔοιχ’ ἄνθρωπος ἐπὶ τυραννίδι Ἀριστοφ. Σφ. 495· μετ’ αἰτ., τριχίδας ὀψ. Εὔπολις ἐν «Κόλαξι» 16· καρκίνους Ἀριστοφ. Σφ. 1506· ὑπογάστρια Ἀντιφάνης ἐν «Ποντικῷ» 1, κτλ.· ― καθόλου, ἀγοράζω τρόφιμα, «ψωνίζω», Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 1· παροιμ., Δελφοῖσι θύσας αὐτὸς ὀψωνεῖ κρέας παρὰ Πλουτ. 2. 709Α.
Greek Monotonic
ὀψωνέω: μέλ. -ήσω, αγοράζω ψάρι και λιχουδιές, σε Αριστοφ., Ξεν.