ὁλοάργυρος

English (LSJ)

ὁλοάργυρον, all of silver, Ph.1.666.

German (Pape)

[Seite 324] = ὁλάργυρος, Philo, zw.

Greek Monolingual

ὁλοάργυρος, -ον (Α)
βλ. ολάργυρος.