ολάργυρος

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁλάργυρος, -ον, Α και ὁλοάργυρος, -ον)
αυτός που είναι ολόκληρος κατασκευασμένος από άργυρο, ασημένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο)- + ἄργυρος].