ὁμοδαίμον, gen. ονος, sharing the same δαίμων, ψυχαί Olymp.in Phd.p.190 N.
ὁμοδαίμων, -ον (Α)αυτός που έχει την ίδια τύχη με κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + δαίμων (πρβλ. ισοδαίμων)].