ὁμοθυμέω

English (LSJ)

agree, comply, v.l. for ὁμονοέω, X.Cyr. 4.2.47.

German (Pape)

[Seite 334] einmütig sein, bei Xen. Cyr. 4, 2, 47 Lesart der mss. für ὁμονοέω.

French (Bailly abrégé)

ὁμοθυμῶ :
être d'accord.
Étymologie: ὁμόθυμος.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοθῡμέω: διάφ. γραφ. ἀντὶ ὁμονοέω, Ξεν. Κύρ. 4. 2. 47. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 170.

Russian (Dvoretsky)

ὁμοθῡμέω: быть единодушным Xen.