ὁμόθηλον, = ὁμογάλαξ, Hsch. s.v. ἀγάλακτος.
[Seite 334] von derselben Mutterbrust genährt, Hesych. v. ἀγάλακτος.
ὁμόθηλος: -ον, = ὁμογάλαξ, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἀγάλακτος.
ὁμόθηλος, -ον (Α)(κατά τον Ησύχ.) «ὁμογάλαξ».[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + θηλή (πρβλ. νεόθηλος)].