v. ὁμῆ.
[Seite 330] od. ὁμῆ, poet. = ὁμοῦ, Strat. 73 (XII, 234).
ὁμῇ: или ὁμῆ Anth. = ὁμοῦ I и II.
ὁμῆ και ὁμῇ και αιολ. τ. ὕμοι και δωρ. τ. ὁμᾷ και ὄμα και αιολ. τ. ὔμα (Α) ομόςεπίρρ. ομού, μαζί.