ὁποσάπους

English (LSJ)

ὁ, ἡ, ὁποσάπουν, τό, gen. ποδος, in indirect questions, how many feet long.., Luc.Gall.9.

German (Pape)

[Seite 361] ποδος, wie vielfüßig, bes. wie viel Fuß lang, Luc. Gall. 9; vgl. Lob. Phryn. 663.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. ὁποσάποδος
long de combien de pieds.
Étymologie: ὁπόσος, πούς.

Russian (Dvoretsky)

ὁποσάπους: 2, gen. ποδος (ᾰ) relat. в сколько футов: ἐπισκοπῶν, ὁ. εἴη Luc. соображая, сколько в нем футов.

Greek (Liddell-Scott)

ὁποσάπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, = ὁπόσων ποδῶν· ― ἐπὶ πλαγίας ἐρωτήσεως, πόσων ποδῶν τὸ μῆκος, Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτ. 9.

Greek Monolingual

ὁποσάπους, -ουν (Α)
(σε πλάγ. ερώτ.) πόσων ποδών ως προς το μήκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπόσος + πούς, ποδός (πρβλ. οκτάπους)].

Greek Monotonic

ὁποσάπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, πόσων ποδών μακρός, σε Λουκ.

Middle Liddell

ὁποσά-πους,
how many feet long, Luc.