ὄβδη
English (LSJ)
ἡ, = ὄψις, μούσῃσι γὰρ ἦλθον ἐς ὄβδην (or ἐσόβδην as Schn.) Call.Fr.522; ἐσόβδην and ὄβδην are cited by A.D.Adv.198.7; ποιεῖσθαι τὴν ἀπογραφὴν εἰσόβδην, = palam, in propatulo, CIG(add.) 3641b42 (Lampsacus).
German (Pape)
[Seite 289] ἡ, = ὄψις, nur bei alexandrinischen Dichtern, im acc. ὄβδην u. ἐσόβδην, im Angesicht, coram, s. Lob. parall. 155.
Greek (Liddell-Scott)
ὄβδη: ἡ, = ὄψις, μόνον ἐν Ἀποσπάσματι τοῦ Καλλιμ. (παρ’ Ἡρῳδιανῷ π. μον. λέξ. 28. 5, Ἐτυμ. Μέγ. 612. 64), μούσῃσι γὰρ ἦλθον ἐς ὄβδην· - οἱ Γραμμ. μνημονεύουσιν ἐσόβδην ὡς ἐπίρρ., ἴδε Ἀπολλ. ἐν Α. Β. 611, πρβλ. 942· καὶ τὸ ἐπίρρ. τοῦτο ἀπαντᾷ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 3641b. 42, ποιεῖσθαι τὴν ἀπογραφὴν εἰσόβδην, φανερῶς, ἐν φανερῷ.