Ὀλυμπικός

English (LSJ)

Ὀλυμπική, Ὀλυμπικόν,
A of Olympus, ἐσβολή Hdt.7.172; ὑπώρεια Plu.Aem.13.
2 of Olympia, Olympic, ὁ Ὀ. ἀγών the Olympic games, Th.1.6, Ar.Pl.583; ὁ Ὀ. λόγος title of work by Gorgias (Fr. 7): -κός, ὁ, name of a month in Elis, Inscr.Olymp.8.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d'Olympie.
Étymologie: Ὀλυμπία.

Russian (Dvoretsky)

Ὀλυμπικός: ион. Οὐλυμπικός 3 олимпийский Her., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

Ὀλυμπικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Ὄλυμπον, ἐσβολή, Ἡρόδ. 7. 172. 2) ὁ ἀνήκων εἰς τὰ Ὀλύμπια, ὁ Ὀλ. ἀγών, οἱ Ὀλυμπιακοὶ ἀγῶνες, Ἀριστοφ. Πλ. 583.

Greek Monotonic

Ὀλυμπικός: -ή, -όν,
1. αυτός που ανήκει σε ή προέρχεται από τον Όλυμπο, σε Ηρόδ.
2. αναφερόμενο στην Ολυμπία, ὁ Ὀλυμπικὸς ἀγών, οι Ολυμπιακοί Αγώνες, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

Ὀλυμπικός, ή, όν
1. of Olympus, Hdt.
2. of Olympia, Olympic, ὁ Ὀλ. ἀγών the Olympic games, Ar.

English (Woodhouse)

Olympic