ὑδράνα

English (LSJ)

, or perhaps ὑδράν, ὁ or , Dor., vase for lustral water, IG 5(1).1390.37 (Andania, i B. C.), cf. Rhinth.27 (dub.).

Greek Monolingual

ἁ, Α
αγγείο κατάλληλο για την εναπόθεση νερού για καθαρμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. υδρ- του ὕδωρ + επίθημα ανᾱ /-άνη (πρβλ. δρεπάνη, λεκάνη)].