ὑλάσσω

German (Pape)

[Seite 1176] = Vorigem, Chariton.

French (Bailly abrégé)

c. ὑλακτέω.

Greek Monolingual

ΜΑ
ὑλάσκω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὑλάσσω (< ὑλά-κ-) είναι παρλλ. τ. του ὑλάω, -, σχηματισμένος με εκφραστική ουρανική παρέκταση -κ- (για τον σχηματισμό του ρ. πρβλ. ὑλακτῶ, ὑλακή, ὑλαγμός)].