ὑμνητήριος

German (Pape)

[Seite 1178] = ὑμνητικός, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑμνητήριος: -ον, = ὑμνητικός, Εὐδοκία ἐν Villoison Ἑλλ. Ἀνεκδ. τ. 1, σ. 122, κλπ.

Greek Monolingual

-ον, Μ ὑμνητήρ
υμνητικός.