ὑμνητικός
From LSJ
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
English (LSJ)
ὑμνητική, ὑμνητικόν, laudatory, ἡ ποιητική Str.10.3.10.
German (Pape)
[Seite 1178] zum Lobsingen od. Preisen gehörig, Strab. 10, 3, 10 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑμνητικός: ἡ, όν, ὁ ἐξυμνῶν, ἐπαινετικός, ἡ ποιητικὴ Στράβ. 468.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑμνητικός, -ή, -όν, ΝΑ ὑμνητός
επαινετικός, εγκωμιαστικός («αἱ Μοῦσαι θεαὶ καὶ Ἀπόλλων μουσηγέτης καὶ ἡ ποιητικὴ πᾶσα ὑμνητική», Στράβ.).
επίρρ...
υμνητικώς / ὑμνητικῶς, ΝΑ, και υμνητικά Ν
με εγκωμιαστικό τρόπο, με ύμνους.