υμνητικός
From LSJ
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑμνητικός, -ή, -όν, ΝΑ ὑμνητός
επαινετικός, εγκωμιαστικός («αἱ Μοῦσαι θεαὶ καὶ Ἀπόλλων μουσηγέτης καὶ ἡ ποιητικὴ πᾶσα ὑμνητική», Στράβ.).
επίρρ...
υμνητικώς / ὑμνητικῶς, ΝΑ, και υμνητικά Ν
με εγκωμιαστικό τρόπο, με ύμνους.