ὑπέρτασις

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A excessive tension, Anon.Lond.2.28.
2 ὑ. ὑπέρ τι elevation above... M.Ant.10.8.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρτᾰσις: -εως, ἡ, ὑπερβάλλουσα ἔντασις, τῶν νεύρων Ζωναρ. Χρον. τ. 1, σ. 39., τ. 2. σ. 8, κλπ.· ὑπ. ὑπέρ τι, ὕψωσις ὑπεράνω τινός, Μᾶρκ. Ἀντων. 10. 8.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
tension excessive ; élévation.
Étymologie: ὑπερτείνω.