Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑπερτείνω

From LSJ

Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make

Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερτείνω Medium diacritics: ὑπερτείνω Low diacritics: υπερτείνω Capitals: ΥΠΕΡΤΕΙΝΩ
Transliteration A: hyperteínō Transliteration B: hyperteinō Transliteration C: yperteino Beta Code: u(pertei/nw

English (LSJ)

I trans., stretch or lay above, ξύλα Hdt.4.71; hold out over, σῷ κάρᾳ κύκλον E.El.1257; ὑ. σκιὰν σειρίου κυνός stretch over [the house] a shade from the sun, A.Ag.967, cf. E.El.1022; ὑ. χεῖρά τινος stretch the hand over one for protection, Id.IA916 (troch.); also ὑ. πόδα ἀκτῆς stretch one's foot over the beach, i.e. pass over it, Id.Med.1288, cf. Fr.676.
2 strain to the uttermost, τὴν ἐπιθυμίαν J.AJ4.6.1; τιμωρίαν Plu.Publ.12:—Pass., τὸ ὑπερτεταμένον high-strained language, Longin.12.5; τὰ ὑ. Id.10.1, cf. 38.1; = signf. 11.2 infr., ὑπερτεταμένη ἔκλυσις, τρυφή, λύπη, extreme relaxation, etc., Sor.1.34, 2.54,58.
II intr., stretch or jut out over, ὑπὲρ τοῦ τείχους Th.2.76; εἰς τὸ ἔξω X.Cyn.9.15; but also c. acc., ὑ. τὸ κέρας outflank the enemy's wing, Id.HG4.2.19.
2 metaph., go beyond, exceed the measure or number of... c. gen., D.61.16, Arist.Pol.1319b13: c. acc., exceed, τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν Id.EN1110a25; ὑ. τοῖς χρόνοις τὴν Μίνω βασιλείαν Id.Pol.1329b24; τὸ ἀλγοῦν -τεῖνον τὸ ἡδόμενον Epicur.Sent.4: c. dat. modi, exceed others in a thing, ταῖς οὐσίαις Arist.Pol.1293a30; τῷ πλήθει ib.1296a16 (but ἐὰν τὸ τῶν γεωργῶν -τείνῃ πλῆθος ib.1296b28); ὑ. τῷ καλῷ exceed in... Id.EN1165a3, cf. 1171b8; ὑ. ὁ κίνδυνος is extreme, ib.1116b16.
3 in Logic, exceed, comprehend more than, τὸ Β ὑ. τοῦ Α, opp. ἀντιστρέφει (is convertible), Id.APr.33a39, cf. 68b24.

German (Pape)

[Seite 1202] (s. τείνω), 1) trans., darüberspannen, ξύλα, Her. 4, 71; – auch um Etwas abzuhalten, σκιὰν ὑπερτείνασα σειρίου κυνός Aesch. Ag. 941; γοργῶφ' ὑπερτείνο υσά σου κάρᾳ κύκλον Eur. El. 1257, vgl. I. A. 916; auch ἀκτῆς ὑπερτείνασα ποντίας πόδα, darüber hinaussetzen, Med. 1288. – 2) intrans., sich darüber hinaus erstrecken, darüber hinaus ragen; ὑπὲρ τοῦ τείχους Thuc. 2, 76; τὸ κέρας Xen. Hell. 4, 2, 19. Dah. übertreffen, τινός, Dem. 61, 16; auch τινά, Arist. pol. 7, 9, 4; Pol. 1, 26, 15.

French (Bailly abrégé)

I. tr. 1 tendre par-dessus ou devant : σκιὰν σειρίου κυνός ESCHL étendre de l'ombre devant les rayons de la canicule ; χεῖρά τινος EUR la main sur ou devant qqn pour le protéger;
2 tendre sur : ἀκτᾶς πόδα EUR tendre le pied sur le rivage;
3 étendre, allonger : τὸ κέρας XÉN l'aile d'une armée;
4 fig. tendre trop fortement : τιμωρίαν PLUT infliger un châtiment excessif;
II. intr. 1 s'étendre au-dessus ou au delà;
2 fig. l'emporter sur, surpasser, gén..
Étymologie: ὑπέρ, τείνω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερτείνω:
1 растягивать, распростирать, раскладывать сверху: σκιὰν ὑ. σειρίου κυνός Aesch. раскидывать тень (для защиты) от каникулярного (палящего) солнца; ξύλα ὑ. Her. настилать брусья; ὑ. τι κάρα Eur. покрывать лицо чем-л.; χεῖρ᾽ ὑ. τινός Eur. простирать руку (помощи) над кем-л.; ἀκτῆς ὑ. πόδα Eur. протягивать ногу, т. е. бросаться в море с берега; τὴν τιμωρίαν ὑ. Plut. назначать слишком строгое наказание;
2 протягиваться, торчать (εἰς τὸ ἔξω Xen.): κεραία ὑπερτείνουσα ὑπὲρ τοῦ τείχους Thuc. балка, выступающая со стены;
3 превосходить, превышать, тж. преобладать: ὑ. τινός Dem., Arst. превосходить кого(что)-л.; ὑ. τινί Arst. превосходить в чем-л.; ὑ. τῷ πλήθει или τὸ πλῆθος Arst. преобладать численно; ὑ. τοῖς χρόνοις τι Arst. быть древнее чего-л.; ὑ. τὸ κέρας Xen. охватывать (неприятельский) фланг;
4 становиться чрезмерным (ὅταν ὑπερτείνῃ ὁ κίνδυνος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερτείνω: μέλλ. -τενῶ· Ι. μεταβ., ἐκτείνω ἢ θέτω ὑπεράνω, ξύλα Ἡρόδ. 4. 71 προτείνω, ἐκτείνω ὑπεράνω, ἁπλώνω ἄνωθεν, τινί τι Εὐρ. Ἠλ. 1257· σκιὰν ὑπερτείνασα σειρίου κυνός, δηλ. τείνασα σκιὰν κατὰ τοῦ σειρίου κυνὸς ὑπὲρ δόμων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 967, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 1022· ὑπ. χεῖρά τινος, ἐκτείνω τὴν χεῖρα ὑπεράνω τινὸς πρὸς προφύλαξιν καὶ προστασίαν, ὁ αὐτ. ἐν Ἰφ. ἐν Αὐλ. 916· ὡσαύτως, ὑπ. πόδα ἀκτῆς, ἐκτείνω τὸν πόδα μου ὑπεράνω τῆς ἀκτῆς, δηλ. διέρχομαι αὐτήν, ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1288, πρβλ. Ἀποσπ. 677. 2) ἐντείνω μέχρις ἐσχάτων, εἰς τὸν ὕψιστον βαθμόν, τὴν ἐπιθυμίας Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 6, 1· τιμωρίαν Πλουτ. Ποπλ. 12· - τὸ ὑπερτεταμένον, ὕφος βεβιασμένον καὶ ὑπὲρ τὸ δέον ἔντεχνον, Λογγῖν. 10. 12. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐκτείνομαι ὑπεράνω, ὑπὲρ τοῦ τείχους Θουκ. 2. 76· ἐς τὰ ἔξω Ξεν. Κυνηγ. 9. 15 - ὡσαύτως μετ’ αἰτ., ὑπερέτειναν τὸ κέρας, ἔτειναν τὸ κέρας πέραν τοῦ κέρατος τῶν πολεμίων, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 4. 2. 19. 2) μεταφ., βαίνω ἐπέκεινα, ὑπερβαίνω τὸ μέτρον ἢ τὸν ἀριθμόν τινος, μετὰ γεν., Δημ. 1406. 1, Ἀριστ. Πολ. 6. 4, 17. - μετ’ αἰτ., τείνω ὑπὲρ τὸ μέτρον, παραβιάζω, ἃ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν ὑπερτείνει ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 3. 1, 7· ὑπερβαίνω, ὑπ. τοῖς χρόνοις τὴν Μίνω βασιλείαν ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 7. 10, 6· - μετὰ δοτ. τρόπου, ὑπερβαίνω, ὑπερτερῶ τινὰ κατά τι ἢ εἴς τι, ταῖς οὐσίαις αὐτόθι 4. 6, 11· τῷ πλήθει αὐτόθι 4. 11, 14 (ἀλλὰ τὸ πλῆθος 4. 12, 3)· ὑπερτ. τῷ καλῷ, ὑπερτερεῖν, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 9. 2, 5, πρβλ. 9. 11, 4· ὑπ. ὁ κίνδυνος, εἶναι ὑπερβαλλόντως μέγας, αὐτόθι 3. 8, 9. 3) ἐν τῇ Λογικῇ, ὑπερβαίνω, ὑπερέχω, περιέχω πλέον ἤ, τὸ Β ὑπ. τοῦ Α. ἀντίθετον τῷ ἀντιστρέφει (ἐπιδέχεται ἀντιστροφήν), ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Πρ. 1. 14, 7, πρβλ. 2. 23, 3, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

Α τείνω
1. εκτείνω, απλώνω κάτι πάνω από κάτι άλλο («σκιὰν ὑπερτείνουσα σειρίου κυνός», Αισχύλ.)
2. τεντώνω κάτι σε μεγάλο βαθμό, το παρατεντώνωμέτριος ἐν τῷ μετρίῳ τὴν τιμωρίαν ὑπερέτεινεν», Πλούτ.)
3. (αμτβ.) α) εκτείνομαι από πάνω
β) απλώνομαι, αναπτύσσομαι
γ) μτφ. i) υπερτερώ
ii) υπερέχω σε κάτιὅταν τῷ πλήθει ὑπερτείνωσιν οἱ ἄποροι», Αριστοτ.)
4. παραβιάζω («ἄ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν ὑπερτείνει», Αριστοτ.)
5. (λογ.) περιέχω περισσότερα από κάτι άλλο
6. (η μτχ. ουδ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ὑπερτεταμένον
(για λεκτικό ύφος) βεβιασμένο και υπερβολικά έντεχνο
7. φρ. α) «ὑπερτείνω χεῖρα» — εκτείνω, απλώνω το χέρι μου πάνω σε κάποιον άλλο για να τον προστατέψω
β) «ὑπερτείνω πόδα ἀκτῆς» — διέρχομαι ακτή.

Greek Monotonic

ὑπερτείνω: μέλ. -τενῶ:
I. μτβ., απλώνω ή θέτω πάνω σε, σε Ηρόδ.· προτείνω, εκτείνω προς τα επάνω, τίτινι, σε Ευρ.· ὑπερτείνω σκιὰν σειρίου κυνός, απλώνω πάνω (από το σπίτι) μία σκιά από τον ήλιο, σε Αισχύλ.· ὑπερτείνω χεῖρά τινος, απλώνω το χέρι πάνω από κάποιον για προστασία, σε Ευρ.· ὑπερτείνω πόδα ἀκτῆς, απλώνω, τεντώνω το πόδι μου πάνω από την ακτή, δηλ. την διέρχομαι, την υπερπηδώ, την περνώ, στον ίδ.
2. εντείνω, αγωνίζομαι μέχρις εσχάτων, σε Πλούτ.
II. 1. αμτβ., απλώνομαι ή εκτείνομαι, προβάλλω πάνω από, σε Θουκ.· επίσης με αιτ., ὑπερτείνω τὸ κέρας, υπερφαλάγγισαν την πτέρυγα του εχθρού, σε Ξεν.
2. μεταφ., υπερβαίνω το μέτρο ή τον αριθμό, με γεν., σε Δημ.· με αιτ., παραβιάζω, τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν, σε Αριστ.

Middle Liddell

fut. -τενῶ
I. trans. to stretch or lay over, Hdt.: to hold out over to, τί τινι Eur.; ὑπ. σκιὰν σειρίου κυνός to stretch over [the house a shade from the sun, Aesch.; ὑπ. χεῖρά τινος to stretch the hand over one for protection, Eur.; ὑπ. πόδα ἀκτῆς to stretch one's foot over the beach, i. e. pass over it, Eur.
2. to strain to the uttermost, Plut.
II. intr. to stretch or jut out over, Thuc.:—also c. acc., ὑπ. τὸ κέρας to outflank the enemy's wing, Xen.
2. metaph. to exceed the measure or number of, c. gen., Dem.;— c. acc. to exceed, τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν Arist.