ὑπακμάζω

English (LSJ)

flourish in succession to, J.Ap.2.35.

German (Pape)

[Seite 1181] darunter oder dabei in voller Kraft sein, Ael. bei Suid. v. ὕφει.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπακμάζω: ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ ἐπακμάζω ἐν Ἀποσπ. Αἰλιαν. παρὰ Σουΐδ.

Greek Monolingual

Α
ακμάζω, ανθώ μετά από άλλον.