ἐπακμάζω
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
A to be in one's prime, Ph.1.33; also of things, Id.2.434, Aristaenet.2.1, Hld.7.8: metaph., come to its height, Luc.Abd.17, Ath.1.18e; ἐπήκμασαν οἱ ἐτησίαι were blowing hard, Str.15.1.17.
II of persons, flourish in succession to, τινί D.H.Pomp.4; οἱ ἐπακμάσαντες ib.1; also νέα ἐ. παλαιοῖς, of animals and crops, Ph.1.28, 2.424.
German (Pape)
[Seite 896] an Kraft zunehmen, heranwachsen, in der rechten Blüte stehen; Sp.; übertr., ἡ περὶ τὰς αἰσθήσεις ἐπήκμασε πολυτέλεια Ath. I, 18 e; ἐπακμάσαντος τοῦ πάθους Luc. Abdie. 17. – Nach Einem blühen, τινί, D. Hal. öfter; ἐφ' ἅπασιν ἐπήκμαζον ὡραῖοι, nach allen kamen blühende, Heliod. 7, 8.
French (Bailly abrégé)
impf. ἐπήκμαζον, ao. ἐπήκμασα;
parvenir à sa fleur.
Étymologie: ἐπί, ἀκμάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπᾰκμάζω:
1 вновь достигать высшей точки: ἐπακμάσαντος τοῦ πάθους Luc. с новым обострением болезни;
2 находиться в расцвете сил: ἐπακμάσας δόξαν ἔσχεν Plut. он достиг высшей славы.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπακμάζω: μέλλ. -άσω, ἔρχομαι εἰς ἀκμήν, ἢ εἶμαι ἐν ἀκμῇ, Ἀρισταίν. 2. 1, Ἡλιόδ. 7. 8· μεταφ., ἐπακμάσαντος τοῦ πάθους, φθάσαντος εἰς ὕψιστον βαθμὸν ἐξάψεως, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 17, Ἀθήν. 18Ε· οὐδ’ ὅτε ἐπήκμασαν οἱ ἐτησίαι, ὅτε ἦσαν ἐν τῇ ἑαυτῶν ἀκμῇ, Στράβων 692. ΙΙ. ἀκμάζω ἢ ζῶ μετά τινα, τρεῖς δὲ ἐκ τῶν ἐπακμασάντων τούτοις, ἐκ τῶν ἀκμασάντων μετὰ τούτους, Διον. Ἁλ. περὶ Ἀρχ. Ρητ. 4, σ. 451, 8, πρὸς Γν. Πομπ. Ἐπιστ. 4. σ. 771, 10.
Greek Monolingual
(Α ἐπακμάζω)
νεοελλ.
ναυτ. «ο άνεμος επακμάζει» — γίνεται διαρκώς σφοδρότερος, δυναμώνει
αρχ.
1. φθάνω ή βρίσκομαι σε ακμή, σε άνθηση
2. (για πρόσ.) βρίσκομαι στην ύψιστη ανάπτυξη τών δυνάμεων μου
3. φθάνω σε μεγάλη ένταση, έξαψη
4. ακμάζω (δηλ. υπάρχω) μετά από άλλον.
Greek Monotonic
ἐπακμάζω: μέλ. -άσω, έρχομαι στην ακμή μου, σε Λουκ.